- λογχοποιΐα
- λογχο-ποιΐα, ἡ,A manufactory of spears, An.Ox.4.255 (prob. cj. for λοχιποιΐαν or λογοποιΐαν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογχοποιία — λογχοποιΐα, ἡ (Α) [λογχοποιός] η κατασκευή λογχών … Dictionary of Greek
λογχοποιίας — λογχοποιίᾱς , λογχοποιία manufactory of spears fem acc pl λογχοποιίᾱς , λογχοποιία manufactory of spears fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek